Καρνίων

Καρνίων
Καρνίων
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Καρνίων — Αρχαία ονομασία του ποταμού Ξηριλοποτάμου ή Ξερίλα. Είναι αριστερός παραπόταμος του Αλφειού. Πηγάζει από την Αιγύτιδα και την ορεινή ράχη του Λεονταριού, δέχεται από τα αριστερά τα νερά του Γαθεάτη και εκβάλλει στον Αλφειό, ΝΔ της Μεγαλόπολης …   Dictionary of Greek

  • τριαδικό ή τριάσιο — Γεωλογική περίοδος, η κατώτερη του μεσοζωικού αι. Τα κατώτερα όριά του με το πέρμιο, καθώς και τα ανώτερα με το ιουρασικό καθορίζονται με παλαιοντολογικά κριτήρια, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η έναρξη της περιόδου σημειώνεται με την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”